- εὐφημίας
- εὐφημίᾱς , εὐφημίαuse of words of good omenfem acc plεὐφημίᾱς , εὐφημίαuse of words of good omenfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Αγίας Ευφημίας, μονή — Γυναικείο μοναστήρι της Κέρκυρας. Εξαρτάται από τη μητρόπολη Κερκύρας και Παξών. Ιδρύθηκε τον 15ο αι … Dictionary of Greek
May 16 (Eastern Orthodox liturgics) — May 15 Eastern Orthodox Church calendar May 17 All fixed commemorations below celebrated on May 29 by Old Calendarists Contents 1 Saints 1.1 Other commemorations 2 Notes … Wikipedia
Kefalonia (Gemeinde) — Gemeinde Kefalonia Δήμος Κεφαλονιάς … Deutsch Wikipedia
DEFUNCTI — quî cutati ab antiquis, vide hîc passim, inprimis supra, ubi de Cadaverum cura. Addam hîc saltem, ad mentionem eorum veniam praefari consuevisse Romanos, ex Plinio l. 28. c. 2. Cur ad mentionem defunctorum, testanner memoriam eorum a nobis non… … Hofmann J. Lexicon universale
ευφημία — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ε. η μεγαλομάρτυρας. Πέθανε με μαρτυρικό θάνατο επί Διοκλητιανού. Η μνήμη της τιμάται στις 16 Σεπτεμβρίου. 2. Ε. η μάρτυρας. Η μνήμη της τιμάται στις 4 Ιανουαρίου. * * * η (ΑΜ εὐφημία) [εύφημος]… … Dictionary of Greek
κλίτος — Καθένας από τους τρεις ή πέντε διαδρόμους στους οποίους διαιρούνται με ενδιάμεσες κιονοστοιχίες οι παλιοί χριστιανικοί ναοί και ιδιαίτερα οι βασιλικές. Με τον όρο αυτό, εξάλλου, χαρακτηρίζεται στην τοπογραφία η κλίση τμήματος εδάφους. * * * (I)… … Dictionary of Greek
ξηροπόταμος — Όνομα τεσσάρων οικισμών. 1. Μεγάλος ημιορεινός οικισμός (2401 κάτ., υψόμ. 260), στην επαρχία Δράμας του ομώνυμου νομού. Βρίσκεται κοντά στην πόλη της Δράμας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (85 τ.χλμ., 2538 κάτ.), στην οποία ανήκει και άλλος… … Dictionary of Greek
πανεύφημος — ον, ΜΑ (ιδίως ως τιμητικός τίτλος ή προσφώνηση) αυτός που επαινείται ή αξίζει να επαινεθεί σε μεγάλο βαθμό, ο άξιος κάθε ευφημίας («χαρμονικῶς ἡ μνήμη σου ἐκτελεῑται, πανεύφημε», Μηναί.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + εὔφημος] … Dictionary of Greek
πεταλάς — Μικρό νησί στο Ιόνιο πέλαγος (υψόμ. 80 μ.). Ανήκει στη συστάδα των Εχινάδων και υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα της Αγίας Ευφημίας, της πρώην επαρχίας Σάμης, του νομού Κεφαλληνίας. Ο Π. έχει καλό αγκυροβόλιο. * * * ο, Ν [πέταλο] τεχνίτης που… … Dictionary of Greek
προδυσωπώ — έω, Α μετριάζω, καταπραΰνω, αναχαιτίζω εκ τών προτέρων («ὁ δῆμος προδυσωπῆσαι τὴν ὁρμήν αὐτοῡ βουλόμενος ὑπαντᾷ τοῑς στρατιώταις μετ εὐφημίας», Ιώσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + δυσωπῶ «παρακαλώ επίμονα και πειστικά»] … Dictionary of Greek